- εύπλους
- εὔπλους, -ουν και εὔπλοος, -οον (Α)1. αυτός που είναι καλός να τόν διαπλεύσει κάποιος («πλοῡς εὔπλους» — η εύπλοια, Ηριν.)2. αυτός που εκτελεί καλόν πλου.επίρρ...εὔπλως (Μ)ευνοϊκά, καλοτάξιδα, με ευνοϊκό καιρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλους].
Dictionary of Greek. 2013.